Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιοκόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιοκόρος — ὁ, Α (λακων. τ.) νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος] … Dictionary of Greek